Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

Η Έλλη Παππά περιγράφει την τελευταία μέρα!



Η Έλλη Παππά περιγράφει την τελευταία μέρα
"Αγωνιστήκαμε δίχως να γνωρίσουμε ύπνο 
για να προφτάσουμε την αυγή και το αύριο
και να δημιουργήσουμε νέους χρόνους και εποχές 
στο μπόι των ονείρων μας στο μπόι των ανθρώπων".

Tα ξημερώματα της Κυριακής 30 Μαρτίου, ο βασιλικός επίτροπος συνταγματάρχης Αθανασούλας ανακοινώνει στους Μπελογιάννη, Καλούμενο, Αργυριάδη και Μπάτση ότι η αίτηση χάριτος που υπέβαλαν απορρίφθηκε. Λίγο αργότερα οδηγούνται στο Γουδί, όπου και εκτελούνται δια τυφεκισμού στις 4:12 π.μ
Η απολογία του είναι η παρακάτω:
 «Είμαι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και ακριβώς για την ιδιότητά μου αυτή δικάζομαι, γιατί το κόμμα μου παλεύει και χαράζει το δρόμο της Ειρήνης, της Ανεξαρτησίας και της Ελευθερίας. Στο πρόσωπό μου δικάζεται η πολιτική του ΚΚΕ».
«Εάν έκανα δήλωση αποκήρυξης θα αθωωνόμουνα κατά πάσα πιθανότητα μετά μεγάλων τιμών… Αλλά η ζωή μου συνδέεται με την ιστορία του ΚΚΕ και τη δράση του… Δεκάδες φορές μπήκε μπροστά μου το δίλημμα: να ζω προδίδοντας τις πεποιθήσεις μου, την ιδεολογία μου, είτε να πεθάνω, παραμένοντας πιστός σ’ αυτές. Πάντοτε προτίμησα το δεύτερο δρόμο και σήμερα τον ξαναδιαλέγω».
«Θα έλεγα ότι “δε μιλάνε για σχοινί στο σπίτι του κρεμασμένου”, γιατί ο κόσμος το ‘χει τούμπανο τι ρόλο παίζουν οι Αμερικανοί στην Ελλάδα. Και εδώ μέσα αποδείχτηκε ο ρόλος τους, ακόμη και στις ανακρίσεις της Ασφάλειας. Οι κομμουνιστές δεν είναι όργανα των ξένων. Ο κομμουνισμός είναι πανανθρώπινο ιδανικό και παγκόσμιο κίνημα (…). Μπορεί ποτέ όργανα των ξένων να δημιουργήσουν ένα τέτοιο μεγαλειώδες κίνημα; Ποιος ξένος πράκτορας δίνει με τέτοια απλοχεριά τη ζωή του, όπως τη δίνουν χιλιάδες κομμουνιστές; Οι θυσίες αυτές μόνο με τις θυσίες των πρώτων χριστιανών μπορεί να συγκριθούν. Αλλά και πάλι υπάρχει μια διαφορά, ότι ενώ οι χριστιανοί δέχονταν το μαρτύριο και το θάνατο, ελπίζοντας να κληρονομήσουν τη βασιλεία των ουρανών, οι κομμουνιστές δίνουν τη ζωή τους μην ελπίζοντας σε τίποτα. Τη δίνουν για ν’ ανατείλει στην ανθρωπότητα ένα καλύτερο, ευτυχισμένο αύριο, που αυτοί δε θα το ζήσουν. Ποιο όργανο των ξένων μπορεί να προσφέρει τη ζωή του σ’ έναν τέτοιο μεγάλο σκοπό;».
«Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας έχει στο λαό βαθιές ρίζες. Συνδέεται μαζί του με ακατάλυτους δεσμούς αίματος και δεν μπορεί κανείς να το εξοντώσει ούτε με στρατοδικεία, ούτε με εκτελεστικά αποσπάσματα. Ο στόχος μας ήταν και είναι να προστατέψουμε τα συμφέροντα του λαού και της χώρας μας…»
«Τα δικαστήριά σας είναι δικαστήρια σκοπιμότητας. Γι’ αυτό δε ζητώ την επιείκειά σας. Αντικρίζω την καταδικαστική σας απόφαση με περηφάνια και ηρεμία. Με το κεφάλι ψηλά θα σταθώ μπροστά στο εκτελεστικό σας απόσπασμα. Αλλά είμαι σίγουρος πως θα ‘ρθει η μέρα, που οι ίδιοι δικαστές που τώρα με δικάζουν, θα ζητήσουν χάρη απ’ τον ελληνικό λαό. Δεν έχω άλλο τίποτε να πω».
Η Έλλη Παππά γράφει το 1962 ένα γράμμα στο γιό της μέσα από την φυλακή, όπου του αφηγείται το τι συνέβη την τελευταία νύχτα. Το δημοσιεύει η Διδώ Σωτηρίου στο βιβλίο της «Η εντολή»
Ἕλλη Παππᾶ
«…Ὥσπου ξημέρωσε τὸ Σάββατο. Ὡς τὸ μεσημέρι δὲν εἶχε γίνει τίποτε τὸ ἐξαιρετικό, τὸ μεσημέρι γίνανε ὅλα. Δὲν ἀφήσανε τὸν δικηγόρο νὰ μᾶς δεῖ. Καὶ κείνη τὴν μέρα τὸν περιμέναμε μὲ ἰδιαίτερη ἀνυπομονησία, γιατί θάφερνε τὸ χαρτὶ ποῦ ἔπρεπε νὰ φτιάξει ὁ πατέρας σου γιὰ σένα –γιὰ νᾶσαι τακτοποιημένος καὶ ἀπέναντι στὸ ἑλληνικὸ κράτος. Ἐκείνη περίπου τὴν ὥρα εἴχανε φωνάξει τὸν Μπάτση μέσα. Γύρισε ἀρκετὰ ταραγμένος, εἶχε δεῖ τὸν Πανόπουλο καὶ τὸν Ρακιτζή, ποῦ τοῦ προτείνανε ἄλλη μία φορὰ νὰ γίνει ἀνοιχτὸς πιὰ χαφιές. Ἀρνήθηκε. Αὐτὴ ἡ ἐπίσκεψη σήμαινε φανερὰ –ἐκτέλεση. Ἤτανε Σάββατο. Πιστεύαμε ὅτι πρὶν τὴ Δευτέρα δὲν θὰ γινότανε. Τὴν προηγούμενη μέρα μᾶς ἀφήσανε, γιὰ πρώτη φορά, νὰ κάνουμε ἐπισκεπτήριο. Εἶδα τὴ θεία σου καὶ ὁ Νίκος τὴ γιαγιά σου. Λίγα λεπτά. Στὴν ἀρχὴ μᾶς εἶχε φανεῖ καλὸ σημάδι. Μὰ ὕστερα κι ἀπ’ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Ρακιτζῆ εἴδαμε ἀλλιῶς καὶ αὐτὸ τὸ ἐπισκεπτήριο.
Τ’ ἀπόγευμα, ὕστερα ἀπ’ τὴ λιγόλεπτη ἔξοδο, μᾶς κάνανε πιὸ αὐστηρὴ ἔρευνα. Εἶδα ἀπ’τὸ κελὶ τοὺς ἀσφαλίτες νὰ ψάχνουνε ἀκόμη καὶ τὰ παπούτσια τοῦ Ἀργυριάδη. Ἔκαψα ὅσα γράμματα τοῦ Νίκου φύλαγα. Ἐκεῖνο τὸ βράδυ δὲ μιλήσαμε πολύ. Ρώτησα κάποια στιγμὴ τὸ Νίκο τί κάνανε. – « Ἀναλύουμε, διαλύουμε καὶ συνθέτουμε, …» μοῦ ἀπάντησε γελώντας. Ἤμουνα πιὰ σίγουρη πῶς θαρχότανε ἐκεῖνο τὸ βράδυ, μὰ δὲν εἶπα τίποτα. Κι ἐκεῖνος ἦταν σίγουρος πῶς θαρχότανε μὰ ὄχι πρὶν τὴ Δευτέρα. Καὶ κοιμηθήκαμε. Ἀκόμα καὶ κείνη τὴ νύχτα κοιμηθήκαμε. Στὸν ὕπνο μου ἄκουσα κλειδιά. Ἤτανε ἀκόμη στὴν αὐλὴ μὰ ἄκουσα τὸ βρόντηγμα τῶν κλειδιῶν. Τινάχτηκα πάνω καὶ φώναξα τὸν Νίκο. Εἶχε ἀκούσει καὶ κεῖνος. «Ἐ ναί, ἔρχονται…» μοῦ ἀποκρίθηκε. Τοὺς εἶδα. Ἀνοίξανε ὅλα τὰ κελιὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ δικό μου. Ὁ Νίκος ζήτησε νὰ μὲ δεῖ. Δὲ μοῦ ἀνοίξανε. Μᾶς ἀφήσανε τὸ παραθυράκι μὲ τὰ σίδερα γιὰ ν’ἀποχαιρετιστοῦμε. Εἶδα τὸ αἷμα νὰ χάνεται ἀπὸ τὸ πρόσωπό του ὅταν κοιταχτήκαμε καὶ ξέραμε πώς δὲν ὑπῆρχε γιὰ μᾶς ἄλλη μέρα. Ὁ Καλούμενος ἦρθε κοντὰ μ’ ἀνοιχτὸ πουκάμισο. «Πάω καὶ γῶ!» μοῦ εἶπε, καὶ προσπαθοῦσε αὐτὴν τὴν τελευταία στιγμὴ νὰ γίνει παλληκάρι. Ὁ Μπάτσης στάθηκε πιὸ πέρα. «Φρόντισε καὶ γιὰ τὴν κόρη μου…» μὲ παρεκάλεσε. «Ναὶ ἂν ζήσω», τοῦ εἶπα. Ὁ Νίκος ἔγειρε κοντά μου. «Πρέπει νὰ ζήσεις» μου εἶπε, «πρέπει…». Τὸ πρόσωπό του ἤτανε γκρίζο, ἔκανε πολλὴ προσπάθεια γιὰ νὰ μὴν ἀφήσει νὰ κυλήσει οὔτε ἕνα δάκρυ. Μοῦ’ δῶσε τὸ ρολόϊ, τὸ στυλό, τὸ πορτοφόλι μὲ τὶς φωτογραφίες. «Πᾶμε», εἶπε ὁ ἐπικεφαλῆς. Ἕνα φιλὶ μὲς ἀπ’ τὰ σίδερα. Δὲν ἤξερα ἂν ζοῦσα ἢ ἂν αὐτὸ ἦταν ἡ κόλαση. Θυμᾶμαι πῶς τοὺς εἶχα ρωτήσει γιατί δὲν μ’ ἀνοίγουνε κι ἐμένα. «Δὲν εἶσαι στὸ χαρτί», μοῦ εἶχε ἀποκριθεῖ ὁ ἀρχιφύλακας καὶ φαινότανε στενοχωρημένος. Θυμᾶμαι πῶς φώναξα. «Πάρτε μὲ καὶ μένα» κι ὕστερα σωριάστηκα στὸ στρῶμα. Ἄργησα πολὺ νὰ συνέλθω γιὰ νὰ κλάψω.
Ξημέρωσε, ἀνοίξανε, βγῆκα στὴν αὐλή. Ἤθελα νὰ βγῶ. Ὅπως κάθε πρωί. Ἤτανε συννεφιὰ καὶ στὴ στέγη τῆς φυλακῆς καθότανε ἕνα περιστέρι. Ἐκεῖνος δὲν ἤτανε πιά…Γύρισα στὸ κελὶ κι ἔκανα τὸ σχέδιό μου. Νὰ ζήσω, δὲν μποροῦσα. Ν’ ἀφήσω ἀνεκπλήρωτη τὴν ἐπιθυμία του, δὲ γινότανε. Πῶς μποροῦσα νὰ τὰ συνταιριάξω τὰ δυό; Ἔγραψα γράμματα καὶ περίμενα τὴν εὐκαιρία νὰ τὰ στείλω ἔξω. Θὰ ἔγραφα καὶ ἕνα ἀκόμη, ἕνα γράμμα – δυὸ λόγια στὸν Πλαστήρα. Θὰ τοῦ πέταγα στὰ μοῦτρα τὴ ζωή μου, γιατί στὴν πραγματικότητα μὲ εἶχε ἐκτελέσει.
Τελετή στην Λειψία στην μνήμη του Μπελογιάννη
Μὲ φυλάγανε πολύ. Δὲν μπόρεσα νὰ στείλω τὰ γράμματα. Τὸ πρόσωπο τοῦ Νίκου ἔσκυβε μέσα ἀπ’ τὰ σίδερα. Δέχτηκα αὐτὴ τὴ ζωή, πού μοῦ ζήτησε νὰ ζήσω. Βαριά, σκληρὴ – πολλὲς φορὲς μ’ ἔκανε νὰ πῶ «γιατί νὰ μὴν μ’ ἔχουνε ἐκτελέσει…» μὰ κράτησα τὸ λόγο μου – δὲν ἔδωσα μόνη μου τὸ τέλος. Δέχτηκα, καὶ γιὰ τοὺς δυό μας πιά, τὴ χαρά σου. Σοὺ ‘πλεξα τὸ πρῶτο σου παντελονάκι. ἤσουνα ἑφτὰ μηνῶν, ἕνα «ὡραῖο» ποίημα ἑφτὰ μηνῶν. Τώρα κοντεύεις ἕντεκα χρονῶν, κι ἀκόμα εἶμαι μακρυά σου. Αὐτὴ τὴν ἱστορία τῆς Καλλιθέας σοῦ τὴ γράφω μὲ πολὺ κόπο, γι’ αὐτὸ καὶ τόσο σύντομα. Ὅμως ἔπρεπε νὰ στὴ πῶ. Γιὰ νὰ μπορέσεις πιὸ πολὺ νὰ γνωρίσεις τὸν πατέρα σου. Κι αὐτὰ τὰ φοβερὰ καὶ τόσο μεγάλα χρόνια, πού ζήσαμε ἐμεῖς».
Στις 25 Μαρτίου του 52, οι κρατούμενοι έπεσαν να κοιμηθούν. Κοιμόντουσαν με τα ρούχα συνήθως αφού από στιγμή σε στιγμή ανέμεναν τον θάνατο. όμως τώρα ήταν Σάββατο και γνώριζαν καλά ότι Κυριακή δεν γίνονταν εκτελέσεις. Κατά τις 2:30 ξημέρωμα Κυριακής το κρατητήριο φωτίζεται. Ο Μπελογιάννης πετιέται όρθιος. Ένας φύλακας του ανοίγει την πόρτα, ο Μπελογιάννης τον ρωτά:
"Πάμε για καθαρό αέρα?"
"Ναι Νίκο, πάτε για εκτέλεση.."
Οι δήμιοι του Μπελογιάννη αποφάσισαν να τους εκτελέσουν Κυριακή. Ο λόγος ήταν ότι οι αρχές φοβόντουσαν τις κινητοποιήσεις. Πρώτος βγαίνει ο Μπελογιάννης, μετά ο Μπάτσης. Του Λαζαρίδη του είπαν: "Εσύ κάτσε". Από τους 8 καταδικασμένους σε θάνατο πήραν μόνο τους Νίκο Μπελογιάννη, Ηλία Αργυριάδη, Νίκο Καλούμενο και τον Δημήτρη Μπάτση. Τον Λαζαρίδη τον άφησαν λόγω ηλικίας και την Έλλη Παππά, παρά το ότι είχε ζητήσει να μην εξαιρεθεί και να πεθάνει με τον Μπελογιάννη, την άφησαν λόγω της προχωρημένης της εγκυμοσύνης.
Στις 3:48, η κλούβα με την φάλαγγα αυτοκινήτων που μεταφέρει τους μελλοθάνατους, φθάνει στο Γουδί πίσω από το Σωτηρία. Στις 4 όλοι βρίσκονται στις θέσεις τους. Εικοσιτέσσερις κάννες σημαδεύουν τέσσερα κορμιά που μέσα τους χωρά όλη η δύναμη και η αξιοπρέπεια ενός λαού.
Στις 4:12, δίνεται η χαριστική βολή...
Επιμέλεια: Νικολαϊδου Κατερίνα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου