Κυριακή 5 Μαρτίου 2017

Με το «όχι σε όλα» δίνουμε την εντύπωση συντηρητικών εκπαιδευτικών

 Δημήτρης Τσιριγώτης
Το να ακούγεται ότι οι Έλληνες εκπαιδευτικοί στις δύσκολες εποχές που διανύουμε κρατάνε όρθιο το σχολείο με την αυταπάρνηση και το μεράκι τους είναι μια μεγάλη αλήθεια αλλά ταυτόχρονα είναι μια μεγάλη παγίδα. Κρατάς όρθιο κάτι που δεν στηρίζεται καλά στα πόδια του. Έτσι δεν είναι;
Ας μην γελιόμαστε. Η κοινή γνώμη εδώ και πολύ καιρό είναι πεπεισμένη ότι η εκπαίδευση στη χώρα μας δεν είναι σε καλό επίπεδο, ότι χρειάζεται βελτίωση. Στην πλειοψηφία τους οι γονείς και οι μαθητές δεν έχουν σε μεγάλη εκτίμηση την παρεχόμενη εκπαίδευση. Δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει κανείς  μαζί τους παρόλο που θεωρώ ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα αν οι εκπαιδευτικοί δεν ήταν τόσο συνεπείς και φιλότιμοι. Αυτή η αρνητική εικόνα που έχει σχηματίσει η κοινή γνώμη δίνει την δικαιολογία στις διάφορες κυβερνήσεις να εφαρμόζουν προσχηματικές εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις δήθεν για την βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης ενώ οι πραγματικοί λόγοι είναι η εξοικονόμηση χρημάτων και η εναρμόνιση με τα νεοφιλελεύθερα μοντέλα του ΟΟΣΑ και των μνημονίων. Η συνήθης αντίδραση της εκπαιδευτικής κοινότητας είναι να καταγγέλλει αυτές τις αλλαγές που προωθούνται και να φανερώνει τα πραγματικά κίνητρα πίσω από αυτές. Όμως αυτή η αντίδραση είναι μισή κατά την προσωπική μου γνώμη. Γιατί όταν λέμε «όχι» σε κάθε νέα πρόταση βελτίωσης της εκπαίδευσης και ταυτόχρονα δεν διατυπώνουμε τις δικές μας προτάσεις φαίνεται σαν να δηλώνουμε ότι είμαστε ευχαριστημένοι από την υπάρχουσα κατάσταση στο χώρο της Παιδείας και ότι δεν θέλουμε τίποτα να αλλάξει.
Για ποιο λόγο γίναμε εκπαιδευτικοί αν όχι για να πολεμήσουμε τον δογματισμό, τις προκαταλήψεις, τον συντηρητισμό;
Οι Έλληνες εκπαιδευτικοί χαρακτηρίζονται γενικά από υψηλά στάνταρ επιστημοσύνης, από εργατικότητα, από ήθος. Υπάρχει όμως ένα στοιχείο που κατά τη γνώμη μου θέλει βελτίωση : η συνειδητοποίηση των κοινωνικού και πολιτικού τους ρόλου. Επί παραδείγματι, ας πάρουμε ένα θέμα που αναδύθηκε κατά την εξαγγελία της περίφημης «θεματικής εβδομάδας» που θα εφαρμοστεί από φέτος στα Γυμνάσια της χώρας (χωρίς να σχολιάζω την ίδια την ουσία της εφαρμογής της θεματικής εβδομάδας αφού ξεφεύγει από τις προθέσεις αυτού του άρθρου). Η «θεματική εβδομάδα» λοιπόν ακούμπησε κάποια δύσκολα κοινωνικά θέματα όπως του Εθισμού-Εξαρτήσεων και Έμφυλων Ταυτοτήτων, ασχέτως αν αυτό έγινε με λανθασμένο τρόπο κατά την γνώμη μου. Διαφωνώ πάρα πολύ με την αντίδραση πολλών συναδέλφων εκπαιδευτικών που δηλώνουν ότι δεν αισθάνονται επαρκείς να ασχοληθούν με τέτοια δύσκολα θέματα. Διαφωνώ που δεν θεωρούμε τον εαυτό μας ικανό να μιλήσει στα παιδιά για κοινωνικά θέματα και που προβάλλουμε πάντα την δικαιολογία ότι είναι θέματα που αφορούν ειδικούς ή ότι πρέπει πρώτα να μας επιμορφώσουν ή ότι μπορεί να προκαλέσουμε κακό με μια κουβέντα που θα πούμε.
Τότε για ποιο λόγο γίναμε εκπαιδευτικοί αν είμαστε τόσο φοβισμένοι, αν δεν μπορούμε να είμαστε κοινωνικοί προβοκάτορες; Ποιος αλήθεια έχει πει ότι οι εκπαιδευτικοί είναι αυτοί οι ουδέτεροι τεχνοκράτες που ξέρουν να διδάσκουν μόνο το αντικείμενο τους και που φοβούνται μην επηρεάσουν τους μαθητές; Μα αυτή είναι η αποστολή τους, να επηρεάζουν. Για ποιο λόγο γίναμε εκπαιδευτικοί αν όχι για να πολεμήσουμε τον δογματισμό, τις προκαταλήψεις, τον συντηρητισμό; Η αποστολή μας δεν είναι να υπνωτίζουμε, να κρύβουμε τα προβλήματα και να αναπαράγουμε το κατεστημένο αλλά να αφυπνίζουμε, να σοκάρουμε αν χρειάζεται και να ενεργοποιούμε αλλαγές. Οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να εξηγούν την πραγματικότητα στους μαθητές τους, παράλληλα προτείνοντάς τους λύσεις, ρισκάροντας ακόμα και την τυχόν αντίδραση εναντίον τους από το περιβάλλον των μαθητών τους και όχι να ταμπουρώνονται στην ζώνη ασφαλείας του γνωστικού τους αντικειμένου. Στο φινάλε πως μπορεί ένα παιδί να ωριμάσει κοινωνικά αν δεν έρθει σε επαφή με την πραγματικότητα όσο σκληρή και δύσκολη είναι πολλές φορές;
Πέσαμε στην παγίδα του ετεροκαθορισμού. Δίνουμε την εντύπωση συντηρητικών εκπαιδευτικών εναντίον τολμηρού υπουργείου
Πέσαμε δυστυχώς στην παγίδα του ετεροκαθορισμού. Επιλέξαμε ως θέση την αντίθεσή  μας στις προτάσεις του υπουργείου Παιδείας. Αυτή τη στιγμή λοιπόν στην κοινή γνώμη δίνουμε την λανθασμένη εντύπωση ενός πολύ συντηρητικού κλάδου που αντιδρά σε όλες αυτές τις δήθεν προοδευτικές και τολμηρές προτάσεις που κάνει το υπουργείο. Δίνουμε την ψευδή εντύπωση πως είμαστε εναντίον των βιωματικών δράσεων, του να συζητούνται στα σχολεία δύσκολα κοινωνικά  θέματα (ανθρώπινα δικαιώματα, ρατσισμός, στερεότυπα φύλων, εθισμών κ.α.) της περιγραφικής αξιολόγησης, των δημιουργικών εργασιών, της κατάργησης των πανελλαδικών εξετάσεων και γενικά της αναγκαιότητας να γίνουν αλλαγές στην εκπαίδευση. Αντί λοιπόν να είναι η εκπαιδευτική κοινότητα εκείνη που θα πρότεινε αλλαγές και το υπουργείο εκείνο που θα αντιδρούσε, συνέβη το αντίθετο.
Όλοι κάνουν προτάσεις εκτός από αυτούς που ξέρουν καλύτερα
Η εκπαιδευτική κοινότητα οφείλει να βγει μπροστά. Να απαιτήσει και να προτείνει εκείνη τις αλλαγές αυτές. Δεν το χωράει ο νους μου ότι οι μόνοι που δεν καταθέτουν αίτημα και πρόταση αλλαγής της εκπαίδευσης είναι οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί . Όλοι οι υπόλοιποι φορείς φαίνεται ότι έχουν προτάσεις εκτός από την εκπαιδευτική κοινότητα. Πολύ φοβάμαι ότι σύντομα θα το μετανιώσουμε. Αν δεν κάνουμε εμείς διάλογο μεταξύ μας τότε θα λαμβάνουν χώρα προσχηματικοί διάλογοι με προειλημμένες αποφάσεις. Αν δεν αλλάξουμε εμείς το δημόσιο σχολείο θα το αναλάβουν άλλοι με πιθανόν όχι πάντα ιδιαίτερα αγνές προθέσεις.
Κάποιοι εκμεταλλεύονται αυτή την στιγμή το κενό προτάσεων από μέρος μας και το «γεμίζουν» με τις δικές τους προτάσεις. Μάλιστα το κάνουν με πολύ έντεχνο τρόπο: ντύνουν τις προτεινόμενες αλλαγές με παιδαγωγικό και ανθρωπιστικό μανδύα, πολλές φορές υποκλέπτοντας συνθήματα και αιτήματα που θα έπρεπε να είναι των εκπαιδευτικών. Επί παραδείγματι: το υπουργείο Παιδείας προτείνει την εφαρμογή της περιγραφικής αξιολόγησης ( πιλοτικά από του χρόνου). Προσωπικά θεωρώ ότι είναι μια πρόταση που αξίζει να δοκιμαστεί ως μια λύση στο υπερβολικά μεγάλο πρόβλημα της βαθμοθηρίας που επικρατεί μεταξύ των μαθητών. Αντί λοιπόν να σπεύδουμε ως εκπαιδευτική κοινότητα με κεκτημένη ταχύτητα να την απορρίπτουμε «a priori» θα μπορούσαμε να καταθέσουμε προτάσεις για την σωστή εφαρμογή της. Να βάζαμε εμείς τους όρους. Έτσι θα καταφέρναμε να είναι μια καθαρή πρόταση χωρίς τα σκοτεινά σημεία που πιθανόν αυτή την στιγμή να κρύβει. Είμαι σίγουρος ότι η πλειοψηφία των εκπαιδευτικών όσον αφορά τον ενδεδειγμένο τρόπο αξιολόγησης των μαθητών θα επέλεγε την περιγραφική αξιολόγηση και όχι τη βαθμολογική. Γιατί λοιπόν να λέμε «όχι» και να μην προτείνουμε τους όρους που θα την καθιστούσαν αξιόπιστη και παιδαγωγικά ωφέλιμη; Λέγοντας όμως ένα τεράστιο «όχι σε όλα», «καίμε» και προτάσεις που θα μπορούσαν υπό άλλες συνθήκες και υπό άλλους όρους να ήταν προτάσεις ημών των εκπαιδευτικών.
Γενικά, ως έννοια, είμαστε υπέρ της διαφορετικότητας, ειδικά όμως; Γενικά δηλώνουμε μη ομοφοβικοί, είμαστε όμως;
 Δεν γίνεται οτιδήποτε διαταράσσει την τάξη των πραγμάτων να θεωρείται κακό και επικίνδυνο. Το να δηλώνουμε ,ως κοινωνία, υπέρ της διαφορετικότητας ως έννοια γενικά και να «μην ακουμπάμε» τα επιμέρους θέματα στα οποία η διαφορετικότητα βάλλεται είναι υποκριτικό. Στο κάτω κάτω πως θα αντισταθμίσουν και διηθήσουν οι μαθητές μας τις ανεξέλεγκτες πληροφορίες από τις οποίες έτσι και αλλιώς βομβαρδίζονται αν όχι με την βοήθεια των εκπαιδευτικών τους; Δηλαδή τι θεωρούμε πιο επικίνδυνο: την ενημέρωση των μαθητών από το διαδίκτυο ή από τους δασκάλους και καθηγητές τους;   
Είμαστε ευχαριστημένοι που θεωρείται από μεγάλο μέρος της κοινωνίας ότι άμα μιλήσουμε στα σχολεία για τις διαφορετικές εκφράσεις της σεξουαλικότητας αυτό σημαίνει ότι τις διαφημίζουμε; Πως μπορούμε να ανεχόμαστε την άποψη μεγάλου μέρους συμπολιτών μας ότι η ομοφυλοφιλία είναι ασθένεια ή διαστροφή ή ανωμαλία; Πως επιτρέπουμε τον βασανισμό συνανθρώπων μας που ζουν «κρυμμένοι» φοβούμενοι την κοινωνική κατακραυγή για τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό; 
 Είμαστε ευχαριστημένοι που θεωρείται ότι άμα μιλήσουμε στα σχολεία για τις συνέπειες της χρήσης των ναρκωτικών θα είναι σαν να τα προωθούμε; Που κυκλοφορεί μια μορφή παραφιλολογίας ότι άμα λέει ενημερώσεις τα παιδιά για τις συνέπειες της χρήσης απαγορευμένων ουσιών εκείνα δελεάζονται να τις δοκιμάσουν; Πρόκειται για αστειότητες προφανώς.
 Είμαστε ευχαριστημένοι που κάποιοι άνθρωποι ακόμα και της διπλανής πόρτας διαφωνούν στην παροχή εκπαίδευσης σε παιδιά μόνο και μόνο επειδή δεν είναι ελληνόπουλα; Είναι δυνατόν να φοβόμαστε παιδιά; Να χαρακτηρίζουμε μικρά παιδιά ως «υγειονομική βόμβα»; 
Μήπως ανοίγουμε μόνοι μας την πόρτα του σχολείου στους ιδιώτες;
Το περίεργο είναι ότι ενώ το ΙΕΠ τόλμησε να θέσει τόσο «δύσκολα θέματα», μετά τις πρώτες αντιδράσεις των συντηρητικών κομματιών της κοινωνίας, έκανε πίσω επιτρέποντας να ασχοληθούν με όλα σχεδόν τα δύσκολα αυτά θέματα που προτείνονται για τη  «θεματική εβδομάδα» μόνο οι ειδικοί.
Ας προσέξουμε πάρα πολύ τι προβάλλουμε ως θέσεις εμείς οι εκπαιδευτικοί προς τα έξω. Αν ζητάμε συνέχεια ειδικούς στα σχολεία νιώθοντας ανεπαρκείς να αντιμετωπίσουμε ένα θέμα που δεν είναι στενά συνδεμένο με το γνωστικό μέρος της ειδικότητάς μας ,στην ουσία ανοίγουμε τον δρόμο και στη χώρα μας στην ανησυχητική διεθνή τάση όπου οι «ειδικοί επαγγελματίες» έχουν κυριολεκτικά εισβάλει στα σχολεία. Ας προσέξουν οι εκπρόσωποι των εκπαιδευτικών που καταγγέλλουν ότι πίσω από αυτές τις προτάσεις κρύβεται ένα σχέδιο παρείσφρησης στα σχολεία των ΜΚΟ, των εταιριών, των ιδιωτών (είναι πιθανόν κατά την γνώμη μου) μήπως με το να θεωρούμε εμείς οι εκπαιδευτικοί τους εαυτούς μας ανεπαρκείς να ασχοληθούμε με θέματα που δεν άπτονται αμιγώς του αντικειμένου μας και να επικαλούμαστε την ανάγκη ειδικών ανοίγουμε μόνοι μας την πόρτα.
Όλα τα θέματα μπορούν να «αγγίζονται» στα σχολεία αρκεί να είναι παιδαγωγικώς ανακατασκευασμένα από τους εκπαιδευτικούς
Όταν όμως λέμε ότι εμείς οι εκπαιδευτικοί μπορούμε και οφείλουμε να μιλάμε στα παιδιά και για θέματα εκτός του στενού πλαισίου ειδικότητας φυσικά εννοούμε με όρους αμιγώς παιδαγωγικούς. Στο κάτω κάτω ποιος είναι ο ποιο κατάλληλος για να κοινωνήσει ένα θέμα σε παιδιά ; Ο ειδικός επί του θέματος ή ο εκπαιδευτικός; Ποιος είναι ο πιο κατάλληλος να ανακατασκευάσει παιδαγωγικά ένα θέμα ώστε τα παιδιά να το κατανοήσουν καλύτερα; Αυτή η παιδαγωγική ανακατασκευή είναι το ζητούμενο. Συμβαίνει ακριβώς το ίδιο με έναν καθηγητή φυσικής στο σχολείο που δεν παρουσιάζει τους φυσικούς νόμους όπως αυτοί εκφράστηκαν από εκείνον τον επιστήμονα που τους ανακάλυψε αλλά τους φέρνει στα μέτρα των παιδιών. Στο φινάλε τα θέματα που προτείνονται για την θεματική εβδομάδα είναι θέματα γενικού κοινωνικού φάσματος . Δεν πρόκειται για θέματα που άπτονται κάποιο συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο ούτε θέματα ειδικής αγωγής οπότε και ενδεχομένως θα δικαιολογούσε  την ανάμειξη ειδικού.
Πιστεύω ότι ήρθε ο καιρός που η εκπαιδευτική κοινότητα πρέπει να προκαλέσει η ίδια τις αλλαγές στην εκπαίδευση. Οι όποιες προτάσεις φυσικά για να πιάσουν τόπο δεν θα πρέπει να απευθύνονται τόσο στους πολιτικούς φορείς αλλά κυρίως στους μαθητές, στους γονείς τους και στην ελληνική κοινωνία. 
Δημήτρης Τσιριγώτης. Φυσικός


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου